Μια πέτρα από πορτοκάλι κι ασήμι αγέρωχη και ακίνητη στο χρόνο. Πάνω της χτισμένο το Κάστρο, ο "Πύργος", ολόισιος, περήφανος γερά θεμελιωμένος με αρχαίες πέτρες ζυμωμένες με το χώμα, το αίμα, τον ιδρώτα και τα δάκρυα των δικών μας. Κοιτάζει ακόμη το πέλαγο μη φανούν και πάλι οι οχτροί για να ειδοποιήσει
Μετά την κατάληψη της Κωσταντινούπολης από την Δ' Σταυροφορία το 1204 μ.Χ., η Σαμοθράκη περνάει στα χέρια του Λατίνου αυτοκράτορα Βαλδουίνου Α΄και και μετά του αδερφού του Henri de Hainaut. Αφού αυτοί απέτυχαν να διατηρήσουν τις κτήσεις τους στο Β.Α. Αιγαίο, στα 1261 μ.Χ. περνάει και πάλι στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τη περίοδο 1315-1329 μ.Χ. παραχωρείται στο Γενουάτη άρχοντα Martin Zaccaria και το 1332 μ.Χ. 75 πλοία του Εμίρη του Αιδινίου Umour Pasa, λεηλατούν το νησί. Στα 1430 μ.Χ. παρόλο που τυπικά υπάρχει η επικυριαρχία του Βυζαντίου, η διοίκηση του νησιού παραδίδεται στον Γενουάτη άρχοντα Palamedes Gattilusi.
Η Σαμοθράκη είχε παραχωρηθεί σε αυτή την οικογένεια μαζί με την Λέσβο και την πόλη της Αίνου από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου, επειδή δέχθηκε την βοήθειά τους και ανέκτησε τον θρόνο του στην Κωνσταντινούπολη από τον γιό του. Έτσι η οικογένεια Γκαττιλούζι ιδρύει ανεξάρτητη ηγεμονία κάτω από την κυριαρχία του Βυζαντίού. Ο Παλαμήδης διόρισε ως έπαρχο της Σαμοθράκης τον Ιωάννη Λάσκαρη, ο οποίος οχύρωσε το νησί στα 1430, για την προστασία του κυρίως από τις επιδρομές των πειρατών που δραστηριοποιούνταν εκείνα τα χρόνια έντονα στο Αιγαίο. Το Κάστρο της Χώρας είναι ο πυρήνας των οχυρώσεων με βοηθητικά αμυντικά έργα τους 3 Πύργους της Παλιάπολης και τον Πύργο του Φονιά, οι οποίοι επόπτευαν ένα μεγάλο εύρος της θάλασσας και ειδοποιούσαν για τις εμφανίσεις πιθανών εισβολέων, με φωτεινά σήματα το Κάστρο της Χώρας.

Στην επιγραφή του οικόσημου των Gattilousi με διαστάσεις 2,27 μ. Χ 0,42 μ. υπάρχει λαξευμένος έμμετρος δωδεκασύλλαβος στίχος, στις δυό ακριανές μετόπες σε χρονολογία από κτίσεως κόσμου: "+Κ(ΑΙ) ΤΟΥΤΟΝ ΑΝΗΓΕΙΡΕΝ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΠΥΡΓΟΝ / ΜΕΓΑΣ ΑΡΙΣΤΕΥΣ ΦΙΛΟΠΟΛΙΣ ΑΥΘΕΝΤΗΣ / ΑΙΝΟΥ ΛΑΠΜΠΡΑΣ ΠΟΛΕΩΣ Κ(ΑΙ) ΤΗΣ ΔΕ ΝΗΣΟΥ / ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ ΕΝΔΟΞΟΣ ΓΑΤΕΛΙΟΥΖΟΣ / ΟΣ Κ(ΑΙ) ΤΟΥΤΟ ΕΣΤΗΣΕΝ ΕΝ ΧΡΟΝΟΙΣ ΕΡΓΟΝ / ΤΕΤΡΑΚΙΣ ΔΕΚΑ ΙΠΠΕΥΟΥΣΙ Κ(ΑΙ) ΠΡΟΣ ΓΕ / ΕΝΝΙΑΚΟΣΙΟΙΣ Κ(ΑΙ) ΧΙΛΙΟΙΣ ΕΞΑΚΙΣ / ΦΟΒΕΡΟΝ Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΦΡΟΥΡΙΟΝ ΠΟΛΕΜΙΟΙΣ ΚΩΣΤ(ΑΝΤΙΝΟΣ) ΜΑ(Ι)ΣΤ(ΩΡ)" "Και αυτόν τον Πύργον ανοικοδόμησε από τα θεμέλια ο μεγάλος, εξαιρετικός στη γενναιότητα, με αγάπη για την πόλη, ηγεμόνας της λαμπρής πόλεως του Αίνου και αυτού του νησιού, Παλαμήδης ο ένδοξος Γετελιούζος, ο οποίος ανήγειρε και αυτό το έργο στα χρόνια εξι χιλιάδες εννιακόσια σαράντα ένα, ο λαμπρός φοβερό φρούριο στους εχθρούς. Μάστορας Κωσταντίνος".
Ο μονοκέφαλος και δικέφαλος αετός (2ο και 4ο στη σειρά) ως σύμβολα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το σύμπλεγμα των γραμμάτων Π,λ,Γ (5ο στη σειρά) ως σύμβολο των Παλαιολόγων, τα 4 βυζαντινά πυρεκβόλα που έμοιαζαν με το γράμμα Β (3ο στη σειρά) και αποτελούσαν και αυτά σύμβολα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με ερμηνεία: "Βασιλεύς Βασιλέων, Βασιλεύων Βασιλευόντων", ενώ κάτω από αυτά εικονίζεται λαξευμένο το φολιδωτό οικόσημο της Γένοβας.Κάτω από την επιγραφή υπάρχει η οπή μιας κρήνης που εξυπηρετούσε τις ανάγκες νερού των στρατιωτών.


O ριξηγενής βράχος όπου επάνω του είναι χτισμένο το Κάστρο της Χώρας αποτελεί το τελευταίο κομμάτι της πλαγιάς, στους πρόποδες του βουνού του Άη Γιώργη που υψώνεται στα 1440 μ. πάνω από το χωριό. Το Κάστρο βρίσκεται σε ένα υψόμετρο 250 μ. στο Β.Δ. τμήμα της εισόδου του χωριού. Καταλαμβάνει συνολική εκταση 1880 τ.μ. και αποτελείται από εσωτερική και εξωτερική οχύρωση, ενώ πριν από αυτό δεν υπήρξε άλλη οχυρωματική εγκατάσταση στην περιοχή. Αποτελεί ένα πρωτότυπο αμυντικό έργο των ύστερων βυζαντινών χρόνων.


H κατασκευή του Κάστρου ξεκίνησε το 1431 μ.Χ. Σε περίπτωση πολιορκίας η εσωτερική οχύρωση αποτελούσε το τελευταίο προπύργιο της άμυνας του Κάστρου. Για τον λόγο αυτό ένας ισχυρός πύργος χτίστηκε ανατολικά όπου και το έδαφος είναι περισσότερο επίπεδο. Το στοιχείο της εσωτερικής οχύρωσης που ξεχωρίζει περισσότερο είναι ο ορθογώνιος πύργος που υψώνεται Ν.Α. της εισόδου με ύψος 13 μ. Πρέπει να διέθετε τυφλό ισόγειο και 3 ορόφους με ξύλινα πατώματα. Είναι χτισμένος με λαξευτούς και ημιλαξευτούς λίθους, άφθονο ασβεστοκονίαμα και θραύσματα κεραμικών τοποθετημένα στους αρμούς, ενώ για την κατασκευή του έχουν χρησιμοποιηθεί και σημαντικές ποσότητες αρχαίου υλικού (μαρμάρινοι δομοί, τμήματα γλυπτών κ.α.)




Στο Κάστρο σώζονται δύο ορθογώνιες κινστέρνες πάνω στο βράχο στην εσωτερική οχύρωση, μια στη νότια πλευρά και μια στη βόρεια, επιχρισμένες με υδραυλικό κονίαμα (κουρασάνι). Ήταν ανοιχτές ώστε να συγκεντρώνουν τα βρόχινα νερά με ποταμίσιες κροκάλες στον πυθμένα τους.
Η εξωτερική οχύρωση του Κάστρου αποτελούνταν από τείχος στη νότια, ανατολική και βόρειά του πλευρά και από τον στρόγγυλο πυργίσκο ύψους 10 μ., το τείχος με την τοξωτή είσοδο που έδινε την κύρια πρόσβαση στο Κάστρο, πάνω από την οποία σώζονται φορούσια που χρησιμοποιούνταν για καταχύστρες και τον ορθογώνιο πύργο ύψους 11,30 μ.


Το τείχος σχημάτιζε μια περίκλειστη περιοχή των 950 τ.μ. η οποία πιθανότατα χρησιμοποιούνταν ως καταφύγιο από τους ντόπιους σε περίπτωση πολιορκίας. Ο ορθογώνιος πύργος είναι χτισμένος και αυτός με μεγάλες λαξευτές πέτρες, ισχυρό ασβεστοκονίαμα και μικρούς λίθους στους αρμούς του. Πρόκειται για ένα τριώροφο κτίσμα όπου στον 1ο τυφλό όροφό του υπάρχει ακόμη μια στεγασμένη κινστέρνα διαστάσεων 6,5 μ. μήκος Χ 3,4 μ. πλάτος Χ 3,5 μ. βάθος. Είναι επιχρισμένη με καλής ποιότητας υδραυλικό κονίαμα και εξυπηρετούσε τις ανάγκες των στρατιωτών σε νερό που προμηθεύονταν από την τοξωτή κρήνη της σκάλας της εισόδου. Η καμαροσκεπή της στηριζόταν με αρχαίο κίονα του οποίου η βάση σώζεται ακόμη. Οι υπόλοιποι όροφοι συνδέονταν με ξύλινες σκάλες και υπάρχουν τοξωτές εσοχές με μικρά ανοίγματα για πολεμίστρες.


Ο στρόγγυλος πυργίσκος κατασκευάστηκε μετά το 1433 μ.Χ. και δεν είναι βέβαιο αν έγινε από τους Gattilousi ή από τους Οθωμανούς όπου η Σαμοθράκη έπεσε στα χέρια τους το 1456 μ.Χ. Ο πυργίσκος επιχώνονταν εσωτερικά καθώς χτιζότανε έτσι ώστε να καταλήξει σε ένα ισχυρό, συμπαγές και επίπεδο δάπεδο όπου πιθανόν να τοποθετούσαν τα κανόνια.
Στο Κάστρο υπήρχαν δύο επιπλέον πύλες εισόδου, μια νότια που επικοινωνούσε με το χωριό και μια βόρεια που επικοινωνούσε με το ρυάκι της Κακής Μεριάς. Κάποια στιγμή η νότια είσοδο χτίστηκε και έκλεισε εντελώς, ενώ η βόρεια σώζεται ακόμη. Δίπλα σε αυτές τις εισόδους υπήρχε βόθρος-αποθέτης, χώροι αποθήκευσης τροφίμων, βοηθητικοί χώροι και μια αποθήκη και δύο χώροι που σχετίζονται με οινοπαραγωγική ή ελαιοπαραγωγική δραστηριότητα.

To Κάστρο δέχθηκε πλήρους ανάπλασης, συντήρησης και στερέωσης από το 2011-2015 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Έβρου. Είχαν προηγηθεί κάποιες επεμβάσεις το 1962-68, το 1986-87 και το 1995-96 μικρής όμως κλίμακας. Στις πρόσφατες εργασίες ανασκάφθηκε το μεγαλύτερο μέρος της εσωτερικής και εξωτερικής οχύρωσης έως και 5 μ. βάθος και υπολογίζεται ότι αφαιρέθηκαν χειρονακτικά 1.500 κ.μ. χώματος. Αποχωματώθηκε επίσης και το εσωτερικό του κυκλικού πυργίσκου σε βάθος 9 μ. Πραγματοποιήθηκαν παρεμβάσεις στερέωσης, αρμολόγησης και αναδόμησης τμημάτων του Κάστρου. Κατεδαφίστηκε σύγχρονο κτίριο όπου στεγάζονταν για πολλά χρόνια η αστυνομία του νησιού, με την κατασκευή του οποίου είχε καταστραφεί η τοξωτή είσοδος, που τώρα βασισμένη σε φωτογραφίες εποχής αναδομήθηκε. Όλες οι αρμολογήσεις έγιναν με υλικά της αυθεντικής σύστασής τους.
Τέλος δημιουργήθηκαν και οριοθετήθηκαν με σχοινιά ασφαλείς διαδρομές για τον επισκέπτη, μικρός πέτρινος οικίσκος για πληροφοριακό υλικό και εκθέσεις και διαμορφώθηκε κατάλληλα ο περιβάλλοντας χώρος. Όλες οι εργασίες έγιναν με μελέτες που υλοποιήθηκαν συνυπολογίζοντας την ιδιαιτερότητα του μνημείου και το αποτέλεσμα είναι άριστο και ικανοποιητικό. Το Κάστρο της Χώρας θα μπορέσει να συνεχίσει να παραμένει και να στέκει αγέρωχο ενάντια στο χρόνο και πάντα θα αποτελεί το σήμα κατατεθέν της πρωτεύουσας του νησιού και έναν αξιόλογο επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο. Το μόνο που μένει είναι να φωτιστεί με το πιο κατάλληλο τρόπο και να είναι ανοιχτό στο κοινό καθ΄ όλη την διάρκεια του έτους.




Το Κάστρο είναι επισκέψιμο τις ημέρες και ώρες: